- συνεχής
- -ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, -ές, Α [συνέχω]1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος παχύ», Θουκ.)2. (για γεγονότα ή καταστάσεις και με χρον. σημ.) αυτός που υπάρχει, συμβαίνει ή ακολουθεί χωρίς διακοπή, αδιάλειπτος (α. «απαιτεῑται συνεχής και επίμονη προσπάθεια» β. «πόλεμος διὰ βίου συνεχής», Πλάτ.)3. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολύ συχνός, αλλεπάλληλος (α. «συνεχή τηλεφωνήματα» β. «λουτροῑς συνεχέσι χρῆσθαι», Σωρ.)νεοελλ.φρ. α) «χωροχρονικό συνεχές»(φυσ.-φιλοσ.) (στη θεωρία τής σχετικότητας) ο χώρος τεσσάρων διαστάσεων, με τέταρτη διάσταση τον χρόνοβ) «συνεχή διαστήματα» ή, απλώς, «συνεχή»μουσ. η κίνηση τής φωνής ή ενός μουσικού οργάνου σε μια κατιούσα ή ανιούσα διαδοχή πάνω στα δοσμένα διαστήματα μιας κλίμακαςαρχ.1. αυτός που έχει, συνήθως τοπική, συνάφεια με κάποιον άλλο («συνεχέες τούτοισι ἐν τοῑσι αὐτοῑσι τόποισι», Ηρόδ.)2. (για στρατιώτες σε παράταξη) αυτός που έπεται ή γειτνιάζει με άλλον3. (για πράγμ.) συνδεδεμένος («συνεχὴς ὤν πρός τε ῥάχιν καὶ τὴν ἀρτηρίαν ὑμενώδεσι δεσμοῑς», Αριστοτ.)4. (ιδίως για μάζα ρευστών) πυκνός5. (για λόγο) α) αυτός που συνεχίζεται χωρίς καμιά διακοπή ή παρέμβασηβ) σχετικός με κάτι («σκέψις συνεχὴς οὖσα τοῑς πρότερον», Θεόφρ.)6. μαθημ. αυτός που συγκροτεί μια σειρά («συνεχὴς ἀναλογία», Αριστοτ.)7. (για πρόσ.) σταθερός, επίμονος («προθύμους καὶ ἐντεταμένους εἰς τὸ ἔργον καὶ συνεχεῑς», Ξεν.)8. (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδας) στενά ενωμένος9. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνεχέςα) η συνέχειαβ) η συνάφεια τών λόγων10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεχῆαυτά που έπονται, που ακολουθούν11. (το ουδ. ως επίρρ.) συνεχές(με χρον. σημ.) αδιάκοπα, διαρκώς12. φρ. «κατὰ τὸ συνεχές»(με επιρρμ. σημ.) α) διαρκώς, ασταμάτηταβ) συμπερασματικάγ) αμέσως μετά από κάτι.επίρρ...συνεχώς / συνεχῶς, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνεχῶς και επικ. και ιων. τ. συνεχέως Α1. χωρίς διακοπή, αδιάλειπτα, ακατάπαυστα (α. «διαβάζει συνεχώς» β. «ξυνεχῶς ἐπολέμουν», Θουκ.)2. κατά συχνά χρονικά διαστήματα, συχνάαρχ.1. αμέσως ή ταυτόχρονα2. μαθημ. κατά διαδοχική σειρά3. (για λόγο) με όμοια σειρά4. (σπάν. με τοπ. σημ.) σε απόλυτη συνοχή, με αδιάσπαστη συνέχεια («συνεχῶς εἶναι πᾱσαν οἰκουμένην», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.